πλινθάριος — ὁ, Α ο κατασκευαστής πλίνθων, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] … Dictionary of Greek
πορθμάριος — ὁ, Α πορθμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] … Dictionary of Greek
σακελ(λ)άριος — ο / σακελλάριος, ΝΜ 1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και τού οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια τής επισκοπής, είχε τον έλεγχο τής λειτουργίας τής επισκοπικής φυλακής, δίκαζε… … Dictionary of Greek
τυμπανάριος — ὁ, Α τυμπανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] … Dictionary of Greek
υποδηματάριος — ὁ, Α κατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius, πρβλ. πλακουντ άριος] … Dictionary of Greek
υφαντάριος — ὁ, Α υφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφάντης, ὑφαντός) + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] … Dictionary of Greek
φακινάς — ὁ, Α έμπορος φακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακούντ ᾶς)] … Dictionary of Greek
φλαμμουλάριος — και φλαμουράριος, ο, ΝΜ αυτός που φέρει το φλάμμουλο, σημαιοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλάμμουλον / φλάμουλον + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος. Ο τ. φλαμουράριος με αφομοιωτική τροπή του λ σε ρ ] … Dictionary of Greek
χαλκωμάς — ᾱτος, ὁ, Α χαλκωματουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, χαλκ ᾶς). Η λ. αποτελεί συντμ. τ. τής λ. χαλκωματᾶς*] … Dictionary of Greek
χαλκωματάς — ο / χαλκωματᾱς, ΝΑ, και χαρκωματάς Ν, και χαρκωματᾱς Α χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, χαλκώματος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, σαγματ ᾶς)] … Dictionary of Greek