πλακοῦντ'

πλακοῦντ'
πλακοῦντα , πλακόω
face with
pres part act neut nom/voc/acc pl
πλακοῦντα , πλακόω
face with
pres part act masc acc sg
πλακοῦντι , πλακόω
face with
pres part act masc/neut dat sg
πλακοῦντι , πλακόω
face with
pres ind act 3rd pl (doric)
πλακοῦντε , πλακόω
face with
pres part act masc/neut nom/voc/acc dual
πλακοῦνται , πλακόω
face with
pres ind mp 3rd pl
πλακοῦντο , πλακόω
face with
imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
πλακοῦντα , πλακοῦς
flat cake
masc acc sg
πλακοῦντι , πλακοῦς
flat cake
masc dat sg
πλακοῦντε , πλακοῦς
flat cake
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλινθάριος — ὁ, Α ο κατασκευαστής πλίνθων, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • πορθμάριος — ὁ, Α πορθμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθμός + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • σακελ(λ)άριος — ο / σακελλάριος, ΝΜ 1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και τού οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια τής επισκοπής, είχε τον έλεγχο τής λειτουργίας τής επισκοπικής φυλακής, δίκαζε… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανάριος — ὁ, Α τυμπανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • υποδηματάριος — ὁ, Α κατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius, πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • υφαντάριος — ὁ, Α υφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφάντης, ὑφαντός) + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] …   Dictionary of Greek

  • φακινάς — ὁ, Α έμπορος φακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακούντ ᾶς)] …   Dictionary of Greek

  • φλαμμουλάριος — και φλαμουράριος, ο, ΝΜ αυτός που φέρει το φλάμμουλο, σημαιοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλάμμουλον / φλάμουλον + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος. Ο τ. φλαμουράριος με αφομοιωτική τροπή του λ σε ρ ] …   Dictionary of Greek

  • χαλκωμάς — ᾱτος, ὁ, Α χαλκωματουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, χαλκ ᾶς). Η λ. αποτελεί συντμ. τ. τής λ. χαλκωματᾶς*] …   Dictionary of Greek

  • χαλκωματάς — ο / χαλκωματᾱς, ΝΑ, και χαρκωματάς Ν, και χαρκωματᾱς Α χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, χαλκώματος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, σαγματ ᾶς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”